- στυρακᾶτον
- στῠρᾰκ-ᾶτον, τό,A styrax-wine, interpol. in Orib.5.33.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στυρακάτον — τὸ, Α είδος οίνου που περιέχει στύρακα, το ευώδες ρητινώδες κόμμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στύραξ, ακος (Ι) + κατάλ. ᾶτον (< λατ. κατάλ. atum)] … Dictionary of Greek